πικρομανίτης

πικρομανίτης
ο, Ν
κοινή ονομασία δηλητηριώδους μανιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)-* + αμανίτης «μανιτάρι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”